- κάσσης
- ο [κάσσος]κασάς*, είδος υποσάγματος από πεπιεσμένο μαλλί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάσσης — κάσσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κάσσης, Κυριάκος — (Πάλυρος Μάνης 1946 –). Ζωγράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και σκηνοθεσία κινηματογράφου και συντήρηση έργων τέχνης στο Παρίσι. Έλαβε ενεργό μέρος στο φοιτητικό αντιστασιακό κίνημα εναντίον της απριλιανής δικτατορίας (1967 74)… … Dictionary of Greek